- συνεπλέκοντο
- συμπλέκωtwineimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оплѣтатисѧ — ОПЛѢТА|ТИСѦ (7*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Оплетаться, опутываться. Образн.: Не оплитатисѧ лихыми || рѣчьми и не искати жи˫а [так!] лѣнивыихъ. (μὴ ἐμπλέκεσϑαι) Изб 1076, 103–103 об.; ѹгодимъ ѥмѹ. постомь и мл҃твою. мл(с)тынею смерениѥмь. не ѡплетающесѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια … Dictionary of Greek